- κομφόρ
- τοσυν. στον πληθ. τα κομφόρανέσεις, ευκολίες, βολές («σπίτι με όλα τα κομφόρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. confort < ρ. conforter < λατ. conforto, «ενισχύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομφόρ — τα (λ. γαλλ.), ανέσεις, ευκολίες: Έφτιαξε σπίτι με όλα τα κομφόρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)